καρνοστάσιον

καρνοστάσιον
καρνοστάσιον
ram
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καρνοστάσιον — καρνοστάσιον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) μάνδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρνος + στάσιον (< ασθενές θ. στᾰ τού ἵστημι, πρβλ. στᾰ τός + κατάλ. σιον), πρβλ. βου στάσιον, εργο στάσιον] …   Dictionary of Greek

  • -στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”